παιδ-αγωγός

παιδ-αγωγός

παιδ-αγωγός, Knaben führend, geleitend; ὁ παιδ., eigtl. der Sklave, der die Kinder aus dem Hause der Eltern in die Schule oder in das Gymnasium u. wieder nach Hause zurückführte, Her. 8, 75; Plat. Lys. 208 c 223 a Conv. 183 c; so auch Eur. Ion 725 El. 287. Uebh. Aufseher, Erzieher der Knaben; so heißt Phönix, ὁ τοῦ Ἀχιλλέως παιδαγωγός, Plat. Rep. III, 390 e; neben διδάσκαλος, Legg. VII, 808 e, u. neben ἡγεμών, Rep. V, 467 d; Plut. Alex. 5 vrbdt τροφεῖς καὶ παιδαγωγοὶ καὶ διδάσκαλοι. – Uebh. Leiter, Lehrer, βασιλείας, Plut. Arat. 5, der auch den Fabius Max. den παιδαγωγός des Hannibal nennt, Fab. Max. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μειαγωγός — μειαγωγός, όν (Α) αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • οιναγωγός — οἰναγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει κρασί, οινοφόρος («οἰναγωγὸν πλοῑον», Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] …   Dictionary of Greek

  • κυμαγωγώ — κυμαγωγῶ, έω (Μ) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα 2. παθ. κυμαγωγοῡμαι, έομαι οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ αγωγώ, χειρ αγωγώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”