- ἠέπερ
ἠέπερ, poet. = ἤπερ, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠέπερ, poet. = ἤπερ, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠέπερ — ἠπειρωτικός continental poetic indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπερ — (I) ἤπερ και ποιητ. τ. ἠέπερ (Α) ή ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἤ + περ]. (II) ᾗπερ (Α) επίρρ. με τον ίδιο τρόπο, όπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾗ + περ] … Dictionary of Greek
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek