- ὠάριον
ὠάριον, τό, dim. von ὠόν, ein kleines Ei, Ephipp. bei Ath. II, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠάριον, τό, dim. von ὠόν, ein kleines Ei, Ephipp. bei Ath. II, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠάριον — small egg neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠάρια — ᾠάριον small egg neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμαντάριον — ἱμαντάριον, τὸ (Α) μικρός ιμάντας, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον, ωάριον)] … Dictionary of Greek
ωάριο(ν) — το/ ᾠάριον, ΝΜΑ υποκορ. μικρό αβγό, αβγουλάκι νεοελλ. βιολ. ο θηλυκός γαμέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠόν + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ωοθηκεκτομή — η, Ν ιατρ. αφαίρεση ωοθήκης με χειρουργική επέμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + εκτομή. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. ovariectomie < ovari (< λατ. ovarium < ὠάριον) + ectomie (< εκτομή)] … Dictionary of Greek