ἠθαῖος

ἠθαῖος

ἠθαῖος, dor. = ἠϑεἵος, ξεῖνος Pind. I. 2, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθαίος — ἠθαῑος, αία, ον (Α) [ήθος] δωρ. τ. τού ηθείος* …   Dictionary of Greek

  • ἠθαῖος — masc nom sg ἠθεῖος trusty masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθαῖον — ἠθαῖος masc acc sg ἠθαῖος neut nom/voc/acc sg ἠθεῖος trusty masc acc sg (doric) ἠθεῖος trusty neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ηθείος — ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, α, ον (Α) [ήθος] 1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῑοι οι πιστοί φίλοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”