ηλέκτωρ — ἠλέκτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. (για τον ήλιο) λαμπερός, ακτινοβόλος 2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία 3. (αντί αλέκτωρ ή άλεκτρος) α) άγαμος, ανύπαντρος β) άυπνος, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρείται ΙΕ προέλευσης λ.,… … Dictionary of Greek
ἠλέκτωρ — the beaming sun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλέκτορα — ἠλέκτωρ the beaming sun masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλέκτορσιν — ἠλέκτωρ the beaming sun masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наэлектризовать — (иноск.) возбудить энергию, воодушевлять, воспламенить (намек на предметы наэлектризованные, электричеством насыщенные) Ср. Бабушка была слишком наэлектризована вчерашним происшествием и не могла не разразиться. Лесков. Захудалый род. 2, 12. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Наэлектризовать — (иноск.) возбудить энергію, воодушевлять, воспламенять (намекъ на предметы наэлектризованные, электричествомъ насыщенные). Ср. Бабушка была слишкомъ наэлектризована вчерашнимъ происшествіемъ и не могла не разразиться. Лѣсковъ. Захудалый родъ. 2,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Éridan (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Éridan. Statue du dieu Eridan au British Museum. Les noms grecs de fleuves divinisés évoquaient originellement les fon … Wikipédia en Français
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
u̯lek-, u̯l̥k- (*su̯lek-) — u̯lek , u̯l̥k (*su̯lek ) English meaning: to shine; fiery Deutsche Übersetzung: “leuchten, feurig”? Note: It derived from Root se : “reflexive pronoun” + lek ‘shape, apparition”. Material: O.Ind. ulkü , ulkuṣī “meteor”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary