ὠλέ-κρᾱνον

ὠλέ-κρᾱνον

ὠλέ-κρᾱνον, τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d. i. ὠλένης κρᾶνον, auch ὀλενόκρανον, Ar. Pax 443, vgl. Schol. Arat. 876 u. Phryn. B. A. 56, – der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt, Od. 14, 494), Arist. H. A. 1, 15; bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοχλιόκρανο — το η κεφαλή τού κοχλία, τής βίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κρανον (< αμάρτυρο *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον, ωλέ κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”