παιδιά

παιδιά

παιδιά, , Kinderspiel, Scherz (παίζω); Eur. Troad. 975; Ar. Plut. 1056; τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας, Plat. Legg. VII, 798 c; παιδιὰς παίζειν καλλίστας, ib. 803 c; Ggstz von σπουδή, Rep. X, 602 b u. öfter, wie ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτε ἡ παιδιά, Phileb. 30 e; καὶ γέλως, Xen. Cyr. 1, 3, 18; vgl. Arist. rhet. 2, 3, 3; auch von Kampfspielen u. dgl., μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί, 1, 11, 3; oft bei Sp., wie Plut. – Auch übertr. wie bei uns, ὥςτε σοι τὸν νῠν χόλον παρόντα μόχϑον παιδιὰν εἶναι δοκεῖν, ein Kinderspiel, Aesch. Prom. 314; vgl. Luc. Tox. 36; auch ἐν παιδιᾷ τὸ πρᾶγμα ἐποιοῦντο, ib. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιδία — παιδίᾱ , παιδία childhood fem nom/voc/acc dual παιδίᾱ , παιδία childhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδία — παιδία, ιων. τ. παιδίη, ἡ (Α) [παις, παιδός] 1. η παιδική ηλικία («ἐν παιδίῃ καὶ νεότητι», Ιπποκρ.) 2. το παιδαριώδες τού τρόπου («ἢ γήρᾳ ὑπερμέτρῳ ξυνεχόμενος ἢ παιδίᾳ χρώμενος», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • παιδιά — παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc/acc dual παιδιά̱ , παιδιή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδία' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίᾳ — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • παιδιᾷ — παιδιή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδια — παίδιον little neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίας — παιδίᾱς , παιδία childhood fem acc pl παιδίᾱς , παιδία childhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίαν — παιδίᾱν , παιδία childhood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”