ἠθο-λόγος

ἠθο-λόγος

ἠθο-λόγος, Sitten od. Charaktere schildernd, darstellend, mimisch, bes. komisch die Gebehrden u. Handlungen Anderer darstellend, um Lachen zu erregen, neben ϑαυματοποιός D. Sic. 20, 63; vgl. Cic. de orat. 2, 59 mimorum est enim et ethologorum, si nimia est imitatio. S. auch ἀρεταλόγος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασυλόγος — θρασυλόγος, ον (Α) αυτός που μιλά με θάρρος, με τόλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + λογος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, κακη λόγος] …   Dictionary of Greek

  • καρπολόγος — ο (Α καρπολόγος, ον) αυτός που συλλέγει καρπούς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγος γεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρων αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ καρπολόγος τίτλος άρχοντος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • κιναιδολόγος — κιναιδολόγος, ον (ΑΜ) αυτός που χυδαιολογεί, που μιλάει για κιναίδους («φθορέα τῶν νέων καὶ κιναιδολόγον ἀποκαλοῡντες», Δίων Κάσσ.) αρχ. αυτός που γράφει πρόστυχα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθο λόγος,… …   Dictionary of Greek

  • κομπολόγος — κομπολόγος, ον (Α) κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής. επίρρ... κομπολόγως (Α) με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, υμνο λόγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”