ἠθο-ποιός

ἠθο-ποιός

ἠθο-ποιός, die Sitten, den Charakter bildend; παίδευσις Plut. Themist. 2; μαϑήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ηλιθιοποιός — ἠλιθιοποιός και ἠλιθοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάποιον ηλίθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ηθο ποιός, οπλο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ηλοποιός — ἡλοποιός, ὸν (Α) κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθο ποιός, νομισματο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ημεροποιός — ἡμεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο ποιός, θαυματο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • θηκοποιός — θηκοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. ο + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, ηθο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καρποποιός — καρποποιός, όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο ποιός, ηθο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κλειδοποιός — ο (AM κλειδοποιός) αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, ηθο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κρεοποιός — κρεοποιός, ὁ (Α) κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ηθο ποιός, φαρμακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”