ἠθαλέος

ἠθαλέος

ἠθαλέος, gewohnt, ἠϑαλέας τ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπαισι μέλαϑρον Opp. Cyn. 2, 306; ἠϑαλέοι μερόπεσσιν, gewöhnt an, 2, 88.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ἠθαλέοιο — ἠθαλέος accustomed masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθάλεοι — ἠθαλέος accustomed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθαλέας — ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem acc pl ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”