- ἠλιτό-βατος
ἠλιτό-βατος, hat Eust. zur Erkl. von ἠλίβατος gebildet, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλιτό-βατος, hat Eust. zur Erkl. von ἠλίβατος gebildet, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη … Dictionary of Greek