- παιδεύτρια
παιδεύτρια, ἡ, die Erzieherinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδεύτρια, ἡ, die Erzieherinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδεύτρια — η (Μ παιδεύτρια) βλ. παιδευτής … Dictionary of Greek
παιδευτής — το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) [παιδεύω] 1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί) 2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ) νεοελλ. αυτός που… … Dictionary of Greek
φιλοπαιδεύτρια — ἡ, Α αυτή που τής αρέσει να διδάσκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παιδεύτρια, θηλ. τού παιδευτής «παιδαγωγός, εκπαιδευτής» (< παιδεύω)] … Dictionary of Greek