ὠλεσί-τεκνος

ὠλεσί-τεκνος

ὠλεσί-τεκνος, Kinder verderbend, tödtend, Nonn. D. 44, 91.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”