- ὠο-βραχής
ὠο-βραχής, ές, in Eiweiß eingeweicht, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠο-βραχής, ές, in Eiweiß eingeweicht, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιβραχής — ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α) 1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.) 2. διάβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek
θαλασσοβραχής — θαλασσοβραχής, ές (Α) βρεγμένος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε βράχ ην), πρβλ. ελαιο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek
ωοβραχής — ές, Α βουτηγμένος στο ασπράδι τού αβγού («ᾠοβραχὲς ἔριον», Παύλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + βραχής (< βρέχω), πρβλ. μυρο βραχής] … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
μυροβραχής — και μυροβρεχής, ές (Α) (ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βραχής / βρεχής (< βρέχω)] … Dictionary of Greek