- ἠλυγίζω
ἠλυγίζω, = ἠλυγάζω; ἠλυγισμένος erkl. Schol. Ar. 654 ἐσκοτισμένος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλυγίζω, = ἠλυγάζω; ἠλυγισμένος erkl. Schol. Ar. 654 ἐσκοτισμένος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλυγισμένον — ἠλυγίζω perf part mp masc acc sg ἠλυγίζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυγισμένος — ἠλυγίζω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)