παιδιότης, ητος, ἡ, Knabenalter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδιότης — παιδιότης, ητος, ἡ (Α) [παιδίον ἡ (Α) [παιδίον] η παιδική ηλικία … Dictionary of Greek