- ὠο-σκύφιον
ὠο-σκύφιον, τό, ein eiförmiger, eirunder Becher mit doppeltem Boden, Ath. 488. 503 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠο-σκύφιον, τό, ein eiförmiger, eirunder Becher mit doppeltem Boden, Ath. 488. 503 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυφία — σκυφίον skull neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυφίου — σκυφίον skull neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCYPHIUS — vocari traditur primus ille equus, qui natus est e Neptuni semine in saxo dormientis, atque ideo Petraei dicti. Pindari Scoliastes enarrans, quorsum Petraeus appelletur Neptunus, Pythiâ quartâ: Ε᾿πίθετον Ποσειδῶνος ὁ πετραῖος φασὶ δὲ καὶ αγῶνα… … Hofmann J. Lexicon universale
σκυφάριον — τὸ, Α το σκυφίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
σκυφίδιον — τὸ, Α πιθ. υποκορ. τού σκυφίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πυρην ίδιον)] … Dictionary of Greek
σκυφίο — το / σκυφίον, ΝΑ [σκύφος] νεοελλ. ιατρ. το χαρακτηριστικό εξάνθημα τού άχορα, τής κασίδας αρχ. 1. υποκορ. τού σκύφος 2. το κρανίο, λόγω τού σχήματός του … Dictionary of Greek
υποσκύφιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από το περικράνιο ή το τριχωτό τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκυφίον «κρανίο»] … Dictionary of Greek
ωοσκύφιον — τὸ, Α ποτήρι ωοειδούς σχήματος, με δύο πυθμένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκυφίον (< σκύφος* «ποτήρι»)] … Dictionary of Greek