ἠμί

ἠμί

ἠμί, = φημί, sag' ich, inquam, nur bei lebhafter Wiederholung einer Rede im attischen Dialog gebräuchlich, παῖ; ἠμί, παῖ, Junge, sag' ich, Junge, Ar. Ran. 37 Nubb. 1129. Außer dieser ersten Person des praes. kommt nur noch vom impf. vor ἦν, immer in der Vrbdg ἦν δ' ἐγώ, sagte ich, Plat. Rep. I, 327 c 328 a u. öfter, u. , sagte er, bei Hom. immer nach einer angeführten directen Rede, den Uebergang zu der unmittelbar folgenden Handlung machend, welche durch καί oder dgl. angeknüpft wird, ἦ, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέϑε χεῖρα, Il. 1, 219. 528. 3, 292 u. öfter; auch ἦ ῥα, sprach's also, 3, 355. 447; auch mit Wiederholung des Subjects, ἦ ῥα γυνὴ ταμίη, 6, 390. S. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 95. Im attischen Dialog immer nur in der Vrbdg ἦ δ' ὅς, sagte er, Cratin. bei Ath. III, 94 f Plat. Rep. I, 327 e, öfter, und ἦ δ' ἥ, Conv. 205 c; mit Wiederholung des Subjects, ἦ δ' ὃς ὁ Σωκράτης Phaed. 70 b, ἦ δ' ὃς ὁ Γλαύκων Rep. I, 327 b, Charm. 161 c u. öfter; ἦ δ' ὃς λέγων Ar. Vesp. 795; nachgeahmt von Sp., wie Luc. u. Philostr. – Das Wort ist keine Abkürzung von φημί, φῆν (ἔφην), φῆ (ἔφη), sondern ganz anderes Stammes, verwandt mit dem Lat. ajo, während φημί mit fari zusammenhängt; s. Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 356. 267.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημί — ἠμί (Α) 1. (το α εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτι αλλιώς μόνο στο γ εν. ήσι) λέγω 2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή …   Dictionary of Greek

  • ἠμί — sum pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — πρώτο συνθετικό λέξεων με τη σημασία «μισός» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠμ' — ἠμί , ἠμί sum pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤμ' — ἠμί , ἠμί sum pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …   Dictionary of Greek

  • Griechische Sprache — Griechische Sprache. Die G. S. bildet zusammen mit den zunächst verschwisterten italischen (latinisch u. umbrisch sabellischen) Sprachen eine der sechs (od. acht) Hauptgruppen des großen Indo germanischen Sprachstammes. Über das Verhältniß des… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”