ὠμ-οίδης

ὠμ-οίδης

ὠμ-οίδης, , mit geschwollenen, hohen Schulter, Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἴδης — οἰδάω swell pres ind act 2nd sg οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχιοίδης — ἰσχιοίδης, ες (Α) αυτός που έχει μεγάλα ισχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι»), πρβλ. γαστρο οίδης, ωμ οίδης] …   Dictionary of Greek

  • ωμοίδης — ὁ, Μ αυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι», πρβλ. ἰσχι οίδης] …   Dictionary of Greek

  • χελυνοίδης — και χελυνίδης, ὁ, Α αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελυνοιδῶ (< χελύνη (Ι) «χείλος» + οἰδῶ «πρήζομαι»), πρβλ. πε οίδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”