- ὠμο-δέψητος
ὠμο-δέψητος, roh gegerbt, Suid. v. Σεμίραμις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-δέψητος, roh gegerbt, Suid. v. Σεμίραμις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδέψητος — εὐδέψητος, ον (Α) ο κατεργασμένος καλά («τὰ δέρματα τὰ εὐδεψητότατα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *δεψητός «κατεργασμένος» (< δέψω «κατεργάζομαι», παράλληλος τ. τού δέφω με παρέκταση σ στο θ. τού ενεστώτα), πρβλ. α δέψητος, ωμο δέψητος] … Dictionary of Greek