- ὠμο-δακής
ὠμο-δακής, ές, wild gemacht, gereizt, ὠμοδακς ἵμερος, wild aufgeregte Leidenschaft, Aesch. Spt. 674.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-δακής, ές, wild gemacht, gereizt, ὠμοδακς ἵμερος, wild aufgeregte Leidenschaft, Aesch. Spt. 674.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμοδακής — θυμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψι δακής, ωμο δακής] … Dictionary of Greek