- ὠμο-βόειος
ὠμο-βόειος, 3, auch 2 Endgn, = Folgdm; ὠμοβοείου μοι περαϑεὶς τόμον – καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα Lucill. 73 (XI, 137), Wein, noch roher als das Rindfleisch, d. i. schlecht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-βόειος, 3, auch 2 Endgn, = Folgdm; ὠμοβοείου μοι περαϑεὶς τόμον – καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα Lucill. 73 (XI, 137), Wein, noch roher als das Rindfleisch, d. i. schlecht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως … Dictionary of Greek