- ὠμο-βόρος
ὠμο-βόρος, = Folgdm, Ap. Rh. 1, 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-βόρος, = Folgdm, Ap. Rh. 1, 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοβόρος — κακοβόρος, ον (Α) (για την ίβιδα) αυτή που τρώει κακή τροφή, δηλ. φίδια και σκορπιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βορος (< βορά), πρβλ. πολυ βόρος, ωμο βόρος] … Dictionary of Greek
νεκροβόρος — ο (Α νεκροβόρος, ον) αυτός που τρώγει πτώματα νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, ωμο βόρος] … Dictionary of Greek
σαρκοβόρος — α, ο / σαρκοβόρος, ον, ΝΑ 1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα ζωολ. τα σαρκοφάγα 2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό» βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και… … Dictionary of Greek
ωμοβόρος — α, ο / ὠμοβόρος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek