ὠνητικός, zum Kaufen gehörig, geneigt, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωνητικός — ή, όν, ΝΑ [ὠνητής] αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά. επίρρ... ὠνητικῶς Α με ωνητικό τρόπο, με αγορά … Dictionary of Greek
ὠνητικῶς — ὠνητικός inclined to buy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)