- ὠμο-τριβής
ὠμο-τριβής, ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt, ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Oel aus unreifen Oliven, Theophr. bei Ath. II, 67 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-τριβής, ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt, ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Oel aus unreifen Oliven, Theophr. bei Ath. II, 67 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστοτριβής — ἱστοτριβής, ές (Α) αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής, ωμο τριβής] … Dictionary of Greek
μεσοτριβής — μεσοτριβής, ές (Α) (για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής, ωμο τριβής] … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek