ὠδίνημα, τό, = ὠδίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωδίνημα — ήματος, τὸ, Μ [ὠδινῶ] γόνος, τέκνο, παιδί (« Απόλλωνος σπέρματα, ὠδίνημα γῆς», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek