- ᾠδο-ποιός
ᾠδο-ποιός, Lieder machend, dichtend, Theocr. 15 (IX, 599).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠδο-ποιός, Lieder machend, dichtend, Theocr. 15 (IX, 599).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεροποιός — ἱεροποιός, όν (Α) 1. αυτός που προσφέρει θυσία, αυτός που θυσιάζει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροποιός α) ο επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών β) στον πληθ. οἱ ἱεροποιοί (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι… … Dictionary of Greek