- ᾠδικός
ᾠδικός, zum Gesange, zum Singen gehörig, geneigt; Arist. eth. eud. 7, 2; ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. Tim. 47, u. A.; der Sänger, wie Amphion und Arion, Clem. Al. adm. ad gent. 1. – Adv. ᾠδικῶς, Ar. Vesp. 1240.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠδικός, zum Gesange, zum Singen gehörig, geneigt; Arist. eth. eud. 7, 2; ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. Tim. 47, u. A.; der Sänger, wie Amphion und Arion, Clem. Al. adm. ad gent. 1. – Adv. ᾠδικῶς, Ar. Vesp. 1240.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠδικός — musical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
ωδικός — ή, ό 1. ο ικανός στο να τραγουδά: Τα πουλιά αυτά λέγονται ωδικά. 2. για το θηλ. ως ουσ., ωδική βλ. λ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾠδικά — ᾠδικός musical neut nom/voc/acc pl ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc/acc dual ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτερον — ᾠδικός musical adverbial comp ᾠδικός musical masc acc comp sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικωτάτων — ᾠδικός musical fem gen superl pl ᾠδικός musical masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικῶν — ᾠδικός musical fem gen pl ᾠδικός musical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικόν — ᾠδικός musical masc acc sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτατα — ᾠδικός musical adverbial superl ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτατον — ᾠδικός musical masc acc superl sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιδικοί — ᾠδικός musical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)