- προς-φυτεύω
προς-φυτεύω, dazu, dabei pflanzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-φυτεύω, dazu, dabei pflanzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιφυτεύω — Α (δωρ. τ.) φυτεύω κάτι επιπλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + φυτεύω] … Dictionary of Greek
επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… … Dictionary of Greek
φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… … Dictionary of Greek
φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση … Dictionary of Greek