- ὠμιστής
ὠμιστής, ὁ, Lastträger, Hdn. Epim. 100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμιστής, ὁ, Lastträger, Hdn. Epim. 100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμιστής — porter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμιστής — ὁ, Α αυτός που μεταφέρει βάρη στους ώμους του, αχθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. ιστής, μέσω αμάρτυρου αρχ. *ὠμίζω] … Dictionary of Greek
ὠμισταί — ὠμιστής porter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)