- ἠελιῶτις
ἠελιῶτις, ιδος, ἡ, s. ἡλιῶτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠελιῶτις, ιδος, ἡ, s. ἡλιῶτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠελιῶτις — ἡλιώτης of the sun fem nom sg ἠελιῶτις ah! fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηελιώτης — ἠελιώτης, ὁ, θηλ. ήελιῶτις, ιδος (Α) [ηέλιος] ιων. και ποιητ. τ. τού ηλιώτης* … Dictionary of Greek
ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… … Dictionary of Greek
ἠελιώτιδας — ἠελιώ̱τιδας , ἡλιώτης of the sun fem acc pl ἠελιῶτις ah! fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠελιώτιδος — ἠελιώ̱τιδος , ἡλιώτης of the sun fem gen sg ἠελιῶτις ah! fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)