ὠκύ-αλος

ὠκύ-αλος

ὠκύ-αλος, meerschnell, schnell durch das Meer hin eilend; Beiwort des Schiffes, Il. 15, 705 Od. 12, 182. 15, 473; Soph. Ai. 696 u. folgde Dichter, Ep. ad. 736 (App. 269); später übh. schnell, heftig, ῥιπή Opp. Hal. 2, 535.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”