- ὠκύ-πλοος
ὠκύ-πλοος, schnell schiffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠκύ-πλοος, schnell schiffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστιοπλόος — ὁ 1. αυτός που ασχολείται με την ιστιοπλοΐα 2. εκείνος που μετέχει σε αγώνες ιστιοπλοΐας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πλοος (< πλέω), πρβλ. θαλασσό πλοος, ωκύ πλοος] … Dictionary of Greek