καλόπους — (I) καλόπους, ουν (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ πους, ωκύ πους]. (II) καλόπους και καλάπους, οδος, ὁ (Α) καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς … Dictionary of Greek
καλλίπους — καλλίπους, οδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραία πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πους (< πούς), πρβλ. γυμνό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
καμψίπους — καμψίπους, ουν (Α) 1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» και… … Dictionary of Greek
καναχήπους — και καναχόπους, ουν (Α) (για άλογο) αυτός που κάνει κρότο με τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καναχή + πους (< πους), πρβλ. γυμνό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
κερατόπους — κερατόπους, οδος, ὁ (Α) αυτός που έχει οπλές στα πόδια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + πους (< πούς), πρβλ. καμψί πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
κοιλόπους — –ουν αυτός που έχει κοιλοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πους (< πούς), πρβλ. μεγαλό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
κυλλόπους — κυλλόπους, πουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πους (< πούς), πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
πτηνόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει φτερά στα πόδια, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεπτό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] … Dictionary of Greek
κολοβόπους — κολοβόπους, ποδος, ὁ, ἡ (Μ) (για στίχο) αυτός που έχει κολοβούς πόδες («καὶ στίχος καταληκτικός ἐστιν ὁ κολοβόπους», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + πούς (πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους)] … Dictionary of Greek
κουφόπους — κουφόπους, ουν (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρός στα πόδια, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + πούς (πρβλ. βραδύ πους, ωκύ πους)] … Dictionary of Greek