ὠκύ-πους

ὠκύ-πους

ὠκύ-πους, πουν, gen. ποδος, schnellfüßig; bei Hom. stets Beiw. der Pferde, wie Arist. ep. 3 (IX, 73); des Hasen Hes. Sc. 302; ἔλαφοι Soph. O. C. 1095; auch ἱππικῶν ἦν ὠκύπους ἀγών, El. 689; κύνες Eur. Hipp. 1128.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλόπους — (I) καλόπους, ουν (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ πους, ωκύ πους]. (II) καλόπους και καλάπους, οδος, ὁ (Α) καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς …   Dictionary of Greek

  • καλλίπους — καλλίπους, οδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραία πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πους (< πούς), πρβλ. γυμνό πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • καμψίπους — καμψίπους, ουν (Α) 1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» και… …   Dictionary of Greek

  • καναχήπους — και καναχόπους, ουν (Α) (για άλογο) αυτός που κάνει κρότο με τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καναχή + πους (< πους), πρβλ. γυμνό πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • κερατόπους — κερατόπους, οδος, ὁ (Α) αυτός που έχει οπλές στα πόδια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + πους (< πούς), πρβλ. καμψί πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • κοιλόπους — –ουν αυτός που έχει κοιλοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πους (< πούς), πρβλ. μεγαλό πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • κυλλόπους — κυλλόπους, πουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πους (< πούς), πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • πτηνόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει φτερά στα πόδια, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεπτό πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόπους — κολοβόπους, ποδος, ὁ, ἡ (Μ) (για στίχο) αυτός που έχει κολοβούς πόδες («καὶ στίχος καταληκτικός ἐστιν ὁ κολοβόπους», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + πούς (πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • κουφόπους — κουφόπους, ουν (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρός στα πόδια, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + πούς (πρβλ. βραδύ πους, ωκύ πους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”