ὠκύ-πτερος

ὠκύ-πτερος

ὠκύ-πτερος, mit schnellen Flügeln, Fittigen, schnell fliegend, ἴρηξ Il. 13, 62; auch νῆες, Aesch. Spt. 715; τὰ ὠκ ύπτερα, die Stockfedern im Flügel, Ar. Av. 807; vgl. noch Strattis bei Ath. XIV, 655.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύπτερος — εὔπτερος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραία φτερά 2. αυτός που έχει φτερά στην ψυχή του, ο αγγελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος, ωκύ πτερος] …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτερος — η, ο (Α ὀρθόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ… …   Dictionary of Greek

  • ταχύπτερος — η, ο /ταχύπτερος, ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ πτερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”