- ὠμό-δροπος
ὠμό-δροπος, roh, unreif gepflückt, νόμιμα ὠμε δροπα, das Kriegsrecht, die Blume der Jungfrauschaft vor der Hochzeit zu brechen, Aesch. Spt. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμό-δροπος, roh, unreif gepflückt, νόμιμα ὠμε δροπα, das Kriegsrecht, die Blume der Jungfrauschaft vor der Hochzeit zu brechen, Aesch. Spt. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόδροπος — μονόδροπος, ον (Α) (για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεό δροπος, ωμό δροπος] … Dictionary of Greek
νεόδροπος — νεόδροπος, ον (Α) νεόδρεπτος* («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό δροπος, ωμό δροπος] … Dictionary of Greek