ὠμό-ϋπνος

ὠμό-ϋπνος

ὠμό-ϋπνος, halb im Schlafe, zwischen Schlafen u. Wachen; ὠμόϋπνον ἀνιστάναι τινά Eupol. bei Zon. v. ἐγερϑῆναι; Philostr. v. Apoll. 8, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύυπνος — ον, Α αυτός που επιφέρει βαθύ ύπνο («ἠρεμίη πολύυπνος», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + υπνος (< ὕπνος), πρβλ. ωμό υπνος] …   Dictionary of Greek

  • λιγόυπνος — η, ο (Α ὀλιγόϋπνος, ον) αυτός που κοιμάται λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ὕπνος (πρβλ. ὠμό υπνος)] …   Dictionary of Greek

  • φίλυπνος — η, ο / φίλυπνος, ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕπνος (πρβλ. ὠμό ϋπνος)] …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”