- ὠμό-φρων
ὠμό-φρων, ονος, rohes, hartes Sinnes, grausam; Aesch. σίδαρος Spt. 712, λύκος Ch. 415; Soph. Phil. 194 Ai. 912; Eur. Phoen. 662 El. 1260; sp. D., κένταυρος Lycophr. 1203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμό-φρων, ονος, rohes, hartes Sinnes, grausam; Aesch. σίδαρος Spt. 712, λύκος Ch. 415; Soph. Phil. 194 Ai. 912; Eur. Phoen. 662 El. 1260; sp. D., κένταυρος Lycophr. 1203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek