ὠό-πωλις

ὠό-πωλις

ὠό-πωλις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Eierhändlerinn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεκανόπωλις — λεκανόπωλις, ώλιδος, ἡ (Α) η πωλήτρια λεκανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτό πωλις, μυρό πωλις] …   Dictionary of Greek

  • ζωόπωλις — ζῳόπωλις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τόπος αγοραπωλησίας ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + πωλις σπάν. σχηματισμός σε πωλις αντί πωλειον (< πωλώ), που δηλώνει τον τύπο] …   Dictionary of Greek

  • σπειρόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α φρ. «σπειρόπωλις ἀγορά» αγορά στην οποία πωλούσαν παλιά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις, ιδος), πρβλ. σιτό πωλις] …   Dictionary of Greek

  • αρτόπωλις — ἀρτόπωλις, η (Α) η πωλήτρια άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + πωλις ( ιδος) < πωλώ] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • εφθοπώλιον — ἑφθοπώλιον και ἑφθοπωλεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου πουλούν μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά, το μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω «ψήνω) + πώλιον (< πωλις < πωλώ)] …   Dictionary of Greek

  • μαθηματοπωλικός — μαθηματοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» οι σοφιστές, Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλική η αντί χρημάτων διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, ατος + πωλικός… …   Dictionary of Greek

  • σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α πωλήτρια σιτηρών, οσπρίων και λάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + ἀγοραῖος (< ἀγορά) + λέκιθος + λάχανον + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις)] …   Dictionary of Greek

  • ταινιόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + πωλις, θηλ. τού πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • χαριτόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α αυτή που πουλά τις χάρες της, τα κάλλη της, η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + πωλις, θηλ. του πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”