παιδό-βρωτος

παιδό-βρωτος

παιδό-βρωτος, Lycophr. 1199, ϑοῖναι, Mahlzeit von gegessenen Kindern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκωληκόβρωτος — η, ο / σκωληκόβρωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυό βρωτος, παιδό βρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”