- ἠχικός
ἠχικός, = ἠχετικός, Welck. syll. epigr. 236, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠχικός, = ἠχετικός, Welck. syll. epigr. 236, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηχικός — ἠχικός, ή, όν (Α) [ήχος] αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικός Αἰολίδης» αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.) … Dictionary of Greek
ἠχικός — singing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek