- ἠχό-πους
ἠχό-πους, ποδος, mit den Füßen lärmend, ἵπποι Eust. Il. 418, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠχό-πους, ποδος, mit den Füßen lärmend, ἵπποι Eust. Il. 418, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηχόπους — ἠχόπους, ουν (Μ) αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + πους (< πους), πρβλ. λεπτό πους, χρυσό πους] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek