ὠχρ-όμματος

ὠχρ-όμματος

ὠχρ-όμματος, mit blassen, bleichen, gelblichen Augen, Arist. physiogn. 6 p. 812, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”