- ὠχρότης
ὠχρότης, ητος, ἡ, Blässe, Bleichheit; Plat. Rep. V, 474 e; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠχρότης, ητος, ἡ, Blässe, Bleichheit; Plat. Rep. V, 474 e; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠχρότης — pallor fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότησι — ὠχρότης pallor fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότησιν — ὠχρότης pallor fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότητα — ὠχρότης pallor fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότητας — ὠχρότης pallor fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότητες — ὠχρότης pallor fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότητι — ὠχρότης pallor fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότητος — ὠχρότης pallor fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek
χλούς — και ασυναίρ. τ. χλόος, ὁ, Α 1. (κατά τον Γαλ.) «χλοῡς ἡ χλωρότης» 2. (κατά τον Ησύχ.) «χλοῡς ὠχρότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. χλόη] … Dictionary of Greek
ωχρότητα — η / ὠχρότης, ητος, ΝΜΑ [ὠχρός] η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.) νεοελλ. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα … Dictionary of Greek