παιδό-φιλος

παιδό-φιλος

παιδό-φιλος, Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κουρόφιλος — κουρόφιλος, ον (Α) αυτός που αγαπά τους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό φιλος, παιδό φιλος] …   Dictionary of Greek

  • πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόφιλος — (sarcophylus harrisii). Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Δασυουριδών. Παλιότερα ήταν διαδομένος και στην Αυστραλία, σήμερα όμως ζει μόνο στην Τασμανία, όπου λέγεται διάβολος ή αρκουδοδιάβολος εξαιτίας του μεγάλου κεφαλιού του και του… …   Dictionary of Greek

  • χριστόφιλος — ον, Μ χριστοφιλής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + φιλος (< φίλος*), πρβλ. παιδό φιλος] …   Dictionary of Greek

  • λογοφίλης — λογοφίλης, ὁ (Α) αυτός στον οποίο αρέσουν οι συζητήσεις, αυτός που συνεχώς συζητά απλά, καθημερινά ή και ανούσια θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φίλης (< φίλος, με επίδραση και τού φιλείν), πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

  • ποδοφιλώ — έω, Μ φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φιλῶ (< φιλης < φίλος), πρβλ. παιδο φιλώ] …   Dictionary of Greek

  • πορνοφίλης — ὁ, δωρ. τ. πορνοφίλας, Α αυτός που αγαπά τις πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φίλης (< φίλος), πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”