- ὠφελήσιμος
ὠφελήσιμος, ον, nützlich, nutzbar; Ar. Av. 317; Ggstz ἐχϑρός Soph. Ai. 1001.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠφελήσιμος, ον, nützlich, nutzbar; Ar. Av. 317; Ggstz ἐχϑρός Soph. Ai. 1001.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
ὠφελήσιμον — ὠφελήσιμος useful masc/fem acc sg ὠφελήσιμος useful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσιμα — ὠφελήσιμος useful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσιμοι — ὠφελήσιμος useful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek