ὠτ-άγρα

ὠτ-άγρα

ὠτ-άγρα, , Ohrenzwang, ein Marterwerkzeug, Synes. ep. 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄγρα — ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… …   Dictionary of Greek

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

  • ἄγρᾳ — ἄγραι , ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρᾳ — Ἄγραι , Ἄγραι hunting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα …   Dictionary of Greek

  • ἄγρας — ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem acc pl ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραι — ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραν — ἄγρᾱν , ἄγρα hunting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶν — ἄγρα hunting fem gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγρός field masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”