- ὠτο-θλαδίας
ὠτο-θλαδίας, ὁ, = ὠτοκαταξίας, D. L. 5, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠτο-θλαδίας, ὁ, = ὠτοκαταξίας, D. L. 5, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωτοθλαδίας — και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + θλαδίας* (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)] … Dictionary of Greek