- ὠτο-γλυφίς
ὠτο-γλυφίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Plat. com. bei Poll. 7, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠτο-γλυφίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Plat. com. bei Poll. 7, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδοντογλυφίδα — η (Α ὀδοντογλυφίς) επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, ίδος (πρβλ. ωτο γλυφίς)] … Dictionary of Greek