- ὠτ-αλγία
ὠτ-αλγία, ἡ, Ohrenschmerz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠτ-αλγία, ἡ, Ohrenschmerz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek
θηλαλγία — η ο πόνος τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + αλγία (< άλγος), πρβλ. μυ αλγία, νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά … Dictionary of Greek
μυλαλγία — μυλαλγία, ἡ (Α) πονόδοντος, πόνος τών γομφίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + αλγία (< ἀλγῶ «πονώ»), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
ορχιαλγία — η νευραλγία τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρχις (ΙΙ) + αλγία (< αλγής < άλγος), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
οστεαλγία — και οσταλγία, η ιατρ. κάθε πόνος τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + αλγία (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
ουλαλγία — η ιατρ. πόνος τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + αλγία (< άλγος), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
προσταταλγία — η, Ν ιατρ. άλγος τού προστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prostatalgie < προστάτης + αλγία (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ αλγία) … Dictionary of Greek
τραχηλαλγία — η, Ν πόνος στην περιοχή τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + αλγία* (< αλγής< άλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
τριδυμαλγία — η, Ν ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + αλγία (< αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ αλγία] … Dictionary of Greek
ωμαλγία — η / ὠμαλγία, ΝΑ πόνος στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + αλγία (< αλγής < ἄλγος «πόνος»), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek